- πρηστικός
- πρηστικός, ή, όν,A = ἐμφυσητικός, Hp. ap. Gal.19.132 ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρηστικός — ή, όν, Α αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ. (σ)τικός. Η παρουσία τού σ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρησ τικός)] … Dictionary of Greek
πρηστικώτατον — πρηστικός masc acc superl sg πρηστικός neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)